φιλοπεριέργεια

φιλοπεριέργεια
η, Ν [φιλοπερίεργος]
υπερβολική περιέργεια, αδιακρισία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φιλοπεριέργεια — η η αδιάκριτη περιέργεια, η αδιακρισία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”